- καψικός
- -ή, -ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη2. το ουδ. ως ουσ. το καψικόα) το φυτό πιπεριάβ) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)].
Dictionary of Greek. 2013.